- υφεξαιρώ
- -έω, Α1. αποκλείω, δεν συμπεριλαμβάνω2. αφαιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)* + ἐξαιρῶ. Κατά μια άποψη, η παρουσία τού φ- οφείλεται σε εσφ. γρφ., ενώ κατ' άλλη σε αναλογικό σχηματισμό κατά τα δασυνόμενα β' συνθετικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.